- φαντασιαστής
- φαντᾰσι-αστής, οῦ, ὁ,A one who is fond of display, cj. in Polem.Phgn.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαντασιαστής — ὁ, Μ [φαντασιάζω] 1. αυτός που αρέσκεται στην επίδειξη, στην πομπώδη εμφάνιση 2. μτφ. απατεώνας 3. στον πληθ. οἱ φαντασιασταί εκκλ. οι φαντασιανιστές … Dictionary of Greek
φαντασιαστήν — φαντασιαστής one who is fond of display masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστῶν — φαντασιαστής one who is fond of display masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστάς — φαντασιαστά̱ς , φαντασιαστής one who is fond of display masc acc pl φαντασιαστά̱ς , φαντασιαστής one who is fond of display masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)